ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ ΙΓΝΥΑΚΗΣ ΑΡΤΗΡΙΑΣ
Η ιγνυακή αρτηρία είναι η περιφερική αρτηρία που συχνότερα εμφανίζει ανεύρυσμα. Με τον όρο ανεύρυσμα εννοούμε τη διόγκωση μιας αρτηρίας, η διάμετρος της οποίας να έχει ξεπεράσει κατά 1,5 φορά το φυσιολογικό εύρος της. Γενικά, θεωρούμε ότι η ιγνυακή αρτηρία παρουσιάζει ανεύρυσμα, όταν η διάμετρός της ξεπερνάει τα 2 cm. Το τοίχωμα της αρτηρίας στην ανευρυσματική περιοχή θα συνεχίζει να εξασθενεί και το ανεύρυσμα βαθμιαία να μεγαλώνει.
Στο 50% των περιπτώσεων, το ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας είναι αμφοτερόπλευρο. Αρκετοί ασθενείς με ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας έχουν και ανεύρυσμα στην κοιλιακή αορτή.
Το ανεύρυσμα της ιγνυακής αρτηρίας συνήθως δημιουργείται επί εδάφους αθηρωματικής εκφύλισης του αρτηριακού τοιχώματος. Είναι πολύ συχνότερο σε άνδρες και μάλιστα ηλικίας άνω των 60 ετών και καπνιστές. Όμως υπάρχουν και άλλες αιτίες, όπως η παγίδευση της ιγνυακής αρτηρίας (όπου μπορεί να εμφανιστεί μεταστενωτικό ανεύρυσμα) και τα σύνδρομα Marfan και Ehlers-Danlos (στα οποία συνυπάρχουν και άλλες διαταραχές). Τέλος, υπάρχουν τα ψευδοανευρύσματα της ιγνυακής αρτηρίας, τα οποία μπορεί να οφείλονται σε λοίμωξη (οπότε ονομάζονται μυκωτικά ανευρύσματα) ή σε τραυματισμό του τοιχώματος της αρτηρίας.
Επιπλοκές
Συχνά δημιουργείται θρόμβος στην επιφάνεια του ανευρυσματικού τοιχώματος της αρτηρίας προς τον αυλό της, ο οποίος μπορεί να διασκορπίζεται προς τις μικρότερες αρτηρίες του κάτω άκρου και να τις αποφράξει (δηλαδή, να τις κλείσει εντελώς), ενώ μπορεί να αποφράξει και την ίδια την ιγνυακή αρτηρία. Ο κίνδυνος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να μειωθεί πολύ η κυκλοφορία προς το πόδι και να απειληθεί σοβαρά η βιωσιμότητά του, λόγω ισχαιμικής νέκρωσης (γάγγραινας).
Λιγότερα από τα μισά (<50%) από τα ανευρύσματα ιγνυακής αρτηρίας προκαλούν συμπτώματα.
Τα συνηθέστερα συμπτώματα είναι (i) διαλείπουσα χωλότητα, εφόσον η ισχαιμία (δηλαδή, η μείωση της κυκλοφορίας) συμβαίνει βαθμιαία σε χρόνια βάση, ή (ii) οξεία ισχαιμία με αιφνίδιας έναρξης σοβαρό πόνο στο πόδι, εάν τα φαινόμενα συμβούν πιο απότομα. Σε σπανιότερες περιπτώσεις, το ανεύρυσμα ιγνυακής αρτηρίας – ειδικά αν μεγαλώσει αρκετά – μπορεί να ραγεί («σκάσει») και να αιμορραγήσει δημιουργώντας ένα μεγάλο αιμάτωμα στο κάτω άκρο ή να πιέζει λόγω του μεγέθους του, χωρίς να έχει ραγεί, τη γειτονική ιγνυακή φλέβα ή το γειτονικό νεύρο, προκαλώντας οίδημα ή μούδιασμα του άκρου, αντιστοίχως.
Αντιμετώπιση
Όλα τα ανευρύσματα της ιγνυακής αρτηρίας τα οποία προκαλούν συμπτώματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη επέμβαση, καθώς και όσα ανευρύσματα – ενώ δεν προκαλούν συμπτώματα – έχουν ξεπεράσει σε διάμετρο τα 2 cm. Τούτο, επειδή αν προκληθεί οξεία ισχαιμία στο κάτω άκρο από αρτηριακή θρόμβωση σχετιζόμενη με το ανεύρυσμα, ο κίνδυνος μείζονος ακρωτηριασμού του άκρου είναι σημαντικός.
Οι τεχνικές δυνατότητες εξαρτώνται κυρίως από τα ανατομικά μορφολογικά χαρακτηριστικά του ανευρύσματος. Οι διαθέσιμες τεχνικές σήμερα είναι με:
- ανοικτή εγχείρηση, που μπορεί να γίνει (i) με αρτηριακή παράκαμψη (χρησιμοποιώντας φλεβικό μόσχευμα) και απολίνωση της αρτηρίας κεντρικότερα και περιφερικότερα της ανευρυσματικής αλλοίωσης ή (ii) με τοποθέτηση μοσχεύματος ενδοανευρυσματικά (inlay τεχνική, όπως γίνεται στην εγχείρηση για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής). Η ανοικτή επέμβαση είναι προτιμότερη στις περισσότερες περιπτώσεις ανευρύσματος ιγνυακής αρτηρίας
- ενδοαγγειακή επέμβαση με την εισαγωγή επικαλυμένου μοσχεύματος [covered stent] διαδερμικά, δηλαδή με τον τρόπο που γίνεται η αγγειοπλαστική/ τοποθέτηση stent
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμεύσει συμπληρωματικά η (προεγχειρητική ή διεγχειρητική) ενδαρτηριακή θρομβόλυση με στόχο τον καθαρισμό των περιφερικότερων αρτηριών από διασκορπισμένο θρόμβο.
Ο αγγειοχειρουργός είναι ο μόνος ιατρός ικανός να προσφέρει όλους τους τύπους θεραπείας ανευρύσματος ιγνυακής αρτηρίας και θα σας εξηγήσει ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος στη δική σας περίπτωση.