ΑΝΕΥΡΥΣΜΑ ΚΟΙΛΙΑΚΗΣ ΑΟΡΤΗΣ


Ανεύρυσμα είναι κάθε εντοπισμένη μόνιμη διάταση μιας αρτηρίας, μεγαλύτερη από 50% ως προς τη φυσιολογική της διάμετρο.

Η αορτή είναι η μεγαλύτερη σε διάμετρο αρτηρία του σώματος. Ξεκινάει από την καρδιά και δίνει κλάδους για την αιμάτωση όλου του σώματος. Κοιλιακή αορτή ορίζεται το τμήμα εκείνο της αορτής από το αορτικό τρήμα του διαφράγματος, όπου και τελειώνει η κατιούσα θωρακική αορτή, μέχρι και το διχασμό της στις κοινές λαγόνιες αρτηρίες. Συνηθέστερο σημείο εντόπισης ανευρυσμάτων της αορτής είναι η υπονεφρική κοιλιακή αορτή. Το ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής είναι μία συχνή νόσος με συχνότητα 3% γενικά, ενώ είναι ακόμα μεγαλύτερη η συχνότητα σε άνδρες, λευκούς και ηλικίας από 60 και πάνω. Συνηθέστερα τα ανευρύσματα είναι εκφυλιστικά, ενώ παλιότερα συνηθιζόταν να αναφέρονται και ως αθηροσκηρωτικά.

 

Κλινική εικόνα

Συνήθως τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής είναι ασυμπτωματικά. Δεν προκαλούν δηλαδή κανένα ενόχλημα στον ασθενή μέχρι που να ραγούν. Δεν λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου υπάρχει ένα αίσθημα παλμών στην κοιλιά ή κάποιο άτυπο κοιλιακό άλγος ή άλγος στην οσφύ. Σε αρκετές περιπτώσεις η διάγνωση τίθεται αφού το ανεύρυσμα ραγεί. Η ρήξη του ανευρύσματος είναι μια υπερεπείγουσα κατάσταση με υψηλότατα ποσοστά θνητότητας (μέχρι και 80%) παρά τη πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια στην αντιμετώπιση της.

 

Διάγνωση

Η διάγνωση του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής γίνεται τις περισσότερες φορές τυχαία, ως αποτέλεσμα απεικονιστικού ελέγχου (υπερηχογράφημα ή αξονική τομογραφία κοιλίας) που διενεργείται για κάποιον άλλο λόγο.

Αντιμετώπιση

Η αντιμετώπιση ενός ανευρύσματος κοιλιακής αορτής σχετίζεται με αρκετούς παράγοντες που καθορίζουν την εκτίμηση του κινδύνου ρήξης του, μεταξύ των οποίων είναι η μέγιστη διάμετρος του ανευρύσματος, το σχήμα του, ο ρυθμός αύξησης της διαμέτρου του, το οικογενειακό ιστορικό, το φύλο, η ηλικία, το κάπνισμα, η χρόνια αποφρακτική πευμονοπάθεια κ.α. Στην λήψη της τελικής απόφασης εκτός από την εκτίμηση του κινδύνου για ρήξη συμβάλλουν ο περιεγχειρητικός κίνδυνος του ασθενούς, το προσδόκιμο επιβίωσης αυτύ και η προσωπική του επιθυμία μετά από την λεπτομερή ενημέρωση. Η πιθανότητα ρήξης των μικρών ανευρυσμάτων 3-3,9 cm είναι <1% σε ένα έτος από την εξέταση, συνεπώς είναι τόσο χαμηλός που προτείνεται η παρακολούθησή τους. Αντίθετα η πιθανότητα ρήξης αυξάνει με την αύξηση της διαμέτρου του ανευρύσματος και φτάνει μέχρι και >30% στο χρόνο για ανευρύσματα μέγιστης διαμέτρου 7cm και πάνω. Συνεπώς αποκατάσταση ενός ανευρύσματος προτείνεται όταν η μέγιστη διάμετρος του υπερβαίνει τα 5,5cm σε άνδρες και τα 5cm σε γυναίκες, στα ταχέως αναπτυσσόμενα ανευρύσματα (>5mm σε 6 μήνες), σε κάθε συμπτωματικό ανεύρυσμα, στα σακκοειδή ανευρύσματα και φυσικά σε περίπτωση ρήξης αυτού.

 

Οι τρόποι αποκατάστασης ενός ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής είναι δύο:

  • η «ανοιχτή» χειρουργική αποκατάσταση                    

 

  • η ενδαγγειακή αποκατάσταση (EVAR) με stent – graft

 

Η «ανοικτή» χειρουργική αποκατάσταση είναι μια μέθοδος δοκιμασμένη ως προς την αποτελεσματικότητά της στο χρόνο, με καλά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και χαμηλά ποσοστά επενεπεμβάσεων. Πρόκειται ωστόσο για μια μέθοδο με ποσοστά θνητότητας περίπου 3%, με νοσηρότητα, με πιθανή τη νοσηλεία σε μονάδα για κάποια ή κάποιες ημέρες και με όχι σπάνιες καρδιολογικές επιπλοκές.

Αντίθετα η ενδαγγεική μέθοδος αποκατάστασης, όταν και όπου είναι ανατομικά δυνατή, είναι σημαντικά λιγότερο επεμβατική, με χαμηλότερα ποσοστά περιεγχειρητικής θνητότητας (<1%) και νοσηρότητας, χωρίς απαίτηση ΜΕΘ, με ταχύτερη κινητοποίηση και μικρότερη διάρκεια νοσηλείας.

Έχει βέβαια και αυτή η μέθοδος την «αχίλλειο πτέρνα» της που δεν είναι άλλη από την παρουσία ενδοδιαφυγών. Παραμονής δηλαδή αιματικής ροής εντός του ανευρυσματικού σάκκου, για την οποία συχνά υπάρχει ανάγκη για επανεπέμβση.